Εταιρική γνώση και καινοτομία

Είναι κοινός τόπος σήμερα ότι η αξία των επιχειρήσεων και οργανισμών στη παγκοσμιο- ποιημένη πλέον οικονομία έχει μετατοπισθεί στα άϋλα στοιχεία τους, όπως είναι μεταξύ άλλων η εταιρική γνώση, η καινοτομία και το εσωτερικό κλίμα. Είναι επίσης γνωστό ότι υπάρχουν δύο είδη γνώσης. Η μια είναι ρητή και σαφής, εκφράζεται με λέξεις και αριθμούς και έχει τη μορφή επιχειρησιακών δεδομένων, επιστημονικών τύπων, τεχνικών προδιαγραφών προϊόντων, εγχειριδίων οργανωτικής λειτουργίας κλπ. Η άλλη είναι ασαφής, συχνά υπονοούμενη και μπορεί δύσκολα να καταγραφεί ή να τυποποιηθεί. Όντας άκρως προσωπική, είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στις πράξεις και τις αξίες μας, που τη θεωρούμε δεδομένη.
Κάθε ένας από τους δυο τρόπους γνώσης έχει τις δικές του αρχές λειτουργίας, ριζικά διαφορετικές στη διαδικασία επαλήθευσης. Όπως σημειώνει ο Jerome Bruner στο βιβλίο του Actual Minds, Possible Worlds «ένα καλοδιατυπωμένο επιχείρημα πείθει για την αλήθεια του, ενώ μια καλή ιστορία είναι βγαλμένη από την ίδια τη ζωή». Έτσι, η αρχική απόκτηση γνώσης για το πώς πρέπει να λειτουργούν τα πράγματα μέσα σε έναν οργανισμό γίνεται με τον παραδειγματικό τρόπο μάθησης, ενώ η κατανόηση του πώς πραγματικά λειτουργούν τα πράγματα γίνεται με τον δεύτερο, που στηρίζεται σε πραγματικές ιστορίες. Οι δύο αυτοί τρόποι είναι τόσο συμπληρωματικοί, που οι προσπάθειες ελάττωσης της βαρύτητας του ενός, με ταυτόχρονη διεύρυνση του ρόλου του άλλου, οδηγούν αναπόφευκτα στην αποτυχία σύλληψης της πλούσιας ποικιλίας της σκέψης και της εμπειρίας.
Παρ’ όλα αυτά, πολλοί εξακολουθούν να προσεγγίζουν τη γνώση με μια κλασσική διαχειριστική πρακτική, σαν να πρόκειται για την λογιστική καταμέτρησή πάγιων στοιχείων ενεργητικού. Την αντιλαμβάνονται ως πράγμα και εστιάζουν στη δημιουργία containers για να τη στεγάσουν, επιδιώκοντας τη μετατροπή της προσωπικής γνώσης σε οργανωσιακή με τρόπο μηχανιστικό και γραμμικό, όπως στη περίπτωση της διαχείρισης δεδομένων και πληροφοριών. Ίσως αυτό οφείλεται στο ότι οι managers ακόμη εκπαιδεύονται να διοικούν νεοσύλλεκτους και όχι εθελοντές, παρόλο που η γνώση είναι εθελοντική και συνεπώς μη εντελλόμενη, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο David Snowden. Έτσι, η ‘‘διαχείριση’’ της γνώσης κατέληξε να αποτελεί αντικείμενο ειδικών και μάλιστα με περιορισμένη εφαρμογή, καθώς εκτός από ακριβή, είναι και δύσκολο να γίνει πράξη, αφού συγκρούεται με βασικές πραγματικότητες εξουσίας, αλλά και εργασιακής επιβίωσης.

Στη σημερινή τρίτη γενιά των knowledge systems γίνεται προσπάθεια να αγκαλιαστεί το παράδοξο της γνώσης (πράγμα και ροή), ώστε να διδαχτούμε από αυτό, καθώς θα ξεδιπλώνεται. Το νέο knowledge sharing στηρίζεται στις αρχές της οργανωσιακής και κοινωνικής πολυπλοκότητας, θεωρεί τα ανθρώπινα συστήματα ως οργανικά και δίνει σημασία περισσότερο, αλλά όχι αποκλειστικά, στο context αντί του content, το οποίο προκύπτει από τις διεργασίες μεταξύ των συμμετεχόντων. Είναι η πράξη (act), αλλά και η τέχνη (art) της σύλληψης αξίας και γνώσης και της κατανόησης των σχέσεων και των μοτίβων της επιχειρησιακής ζωής.
Περισσότερα για τα knowledge systems στο άρθρο Οργανωσιακή γνώση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: